παρελκυστικός

παρελκυστικός
-ή, -ό
αυτός που συντελεί ή αποβλέπει στην επιβράδυνση («παρελκυστική τακτική»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρελκύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρελκυστικός — ή, ό αυτός που συντελεί, βοηθά την παρέλκυση, αυτός που παρελκύει: Παρελκυστική τακτική, μέθοδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”